περιμυελικός

περιμυελικός
-ή, -ό, Ν
(ανατ.-ιατρ.)
1. ο σχετικός με τον μυελοφόρο αυλό τών μακρών οστών
2. φρ. «περιμυελικό σύστημα»
ανατ. ομάδα από οστέινα πετάλια που περιβάλλουν τον μυελοφόρο αυλό τών μακρών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + μυελικός (< μυελός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιμυελιαίος — α, ο, Ν περιμυελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυελός + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”